- ὑπερκατάληκτος
- ὑπερκατάληκτοςhypercatalecticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκατάληκτος — η, ο / ὑπερκατάληκτος, ον, ΝΑ (μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταλήγω] … Dictionary of Greek
ὑπερκατάληκτον — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem acc sg ὑπερκατάληκτος hypercatalectic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτου — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτων — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτῳ — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατάληκτα — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατάληκτοι — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гиперкаталектика — (от др. греч. ὑπερκατάληκτος, содержащий лишнее количество слогов) в метрическом и силлабо тоническом стихосложении, понятие окончания стиха стопой, в состав которой включен дополнительный слог. Напр. гиперкаталектический дактилический… … Википедия